τραυλότητα

τραυλότητα
τραυλότης
lisping
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τραυλότητα — η η ιδιότητα του τραυλού, ο τραυλισμός: Η τραυλότητά του τον εμπόδισε να γίνει διερμηνέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραυλότητα — η / τραυλότης, ητος, ΝΑ [τραυλός] η ιδιότητα τού τραυλού, κληρονομική ή επίκτητη δυσχέρεια στην ομιλία, τραυλισμός …   Dictionary of Greek

  • κυρτότητα — η (Α κυρτότης, ητος) [κυρτός] 1. η ιδιότητα τού κυρτού, κύρτωμα, καμπούριασμα («τὴν Πλάτωνος... κυρτότητα καὶ τὴν Ἀριστοτέλους τραυλότητα», Πλούτ.) 2. (για γραμμή) καμπυλότητα («ἡ τοῡ μείζοντος κύκλου περιφέρεια καὶ κυρτότης... γίνηται ἐλάττονος… …   Dictionary of Greek

  • τραύλωσις — ώσεως, ἡ, Α τραυλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραυλός + κατάλ. ωσις (< ρ. σε όω / ῶ). Το ρ. τραυλῶ είναι μτγν.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”